- κατασκέπαστος
- -η, -οο σκεπασμένος εντελώς: Τα χωράφια είναι κατασκέπαστα από το χιόνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατασκεπαστός — ή, ό (Α κατασκεπαστός, όν) [κατασκεπάζω] νεοελλ. συγκαλυμμένος αρχ. εντελώς σκεπασμένος … Dictionary of Greek